Του Ιατρού Μανώλη Αρ. Χριστουλάκη.
Ο καπτα Μήτσος, χωρίς περιστροφές, έβηξε λίγο για να καθαρίσει τη φωνή του, πήρε το λόγο κι άρχισε να διηγείται.
«Το που λες, κυρ Γιατρέ, με γνωρίζεις απ’ τον καιρό που, στο Δημοτικό, καθούμαστε στο ίδιο θρανίο. Στα δώδεκά μου, μπαρκάρισα, σα μούτσος με το καΐκι του μπάρμπα μου. Μα, πριν συμπληρώσω δύο μήνες, πλακώσανε τα μαύρα όρνια των Γερμανών, μας βουλιάξανε όλα τα πλεούμενα, ούτε βάρκα δεν άφησαν, μας κάτσανε στο σβέρκο, κατέστρεψαν την Ελλαδίτσα μας και μας ρίξανε σε μια πείνα, που μόνο όσοι τη ζήσαμε ξέρουμε τι σημαίνει. Ο κόσμος, άνθρωποι και ζωντανά, πέθαιναν, θερισμένοι από την πείνα. Η οικογένειά μου, ναυτικοί από πάππου προς πάππου, δεν είχανε ούτε μια πιθαμή γης. Ο πατέρας, ασυνήθιστος από στεριανές δουλειές, ξενοδούλευε σε αλλωνών τα χωράφια, δεν άντεξε και πόθανε. Τότες στην Κίμουλο ποθάνανε πενήντα νοματαίοι. Εγώ, 18 χρονώ μαντράχαλος, είχα μείνει 22 οκάδες! Σκέτος σκελετός!
Του Ιατρού Μανώλη Αρ. Χριστουλάκη.
Η Φύση δεν γνωρίζει ούτε αναγνωρίζει την μοιχεία. Ενδιαφέρεται μόνο για το σμίξιμο των δύο φύλων με σκοπό τη διαιώνιση του είδους και τη συνέχιση της ζωής. Τη μοιχεία, την εξωσυζυγική σχέση, την καθιέρωσε ο άνθρωπος ως αμάρτημα και αδίκημα και την τέλεσή της την τιμωρούσε με αυστηρή ποινή, ακόμη και με την εσχάτη των ποινών. Δεν είμαι νομικός, θεολόγος, κοινωνιολόγος, ερευνητής της συμπεριφοράς ή φιλόσοφος για να δώσω ερμηνεία στο φαινόμενο.
Γιατί ο άνθρωπος χαρακτήρισε την μοιχεία τιμωρητέα πράξη;
Παρά το γεγονός ότι προσέτρεξα σε αρκετές σχετικές πηγές ενημέρωσης, παρέμεινα αφώτιστος.
Διαιώνιση του είδους, αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη και συνέχιση της ζωής.
Ε! και αν εκλείψει η ζωή, τι μ΄αυτό;
Πόσες χιλιάδες ειδών έχουν εκλείψει και καθημερινά εκλείπουν απ΄τη ζωή, που κι΄αυτή όπως συμπεριφέρεται ο άνθρωπος θα χαθεί από τη Γη. Και μ΄αυτό τι; Θα σβήσει, θα χαθεί το σύμπαν;
Άρθρο της 30.04.2010
Πινόκιο, ο Λεωνίδας είπε "Δις ιζ Σπάρτα!", Όχι, "Δις ιζ Πάρτα".
Του Σπύρου Κομίνη.
Αν μπορείς να θυμηθείς εκείνη την …ευτυχισμένη εποχή του …κουρασμένου Καραμανλή, αν μπορείς να θυμηθείς τί λέγανε τότε τα ΜΜΕ της αποβλάκωσης, οι ιεροκήρυκες, οι μαϊντανοί, οι οικονομολόγοι, τα παπαγαλάκια, οι διαφημιστές δανείων που είναι συγχρόνως και σταυροφόροι εναντίον της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ διαφθοράς, ίσως καταλάβεις ότι ο Πινόκιο ήξερε πολύ καλά τί έκανε και ότι έγινε πρωθυπουργός με γελοία ψέματα.
Θυμάσαι το τρομερό "Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;" Θυμάσαι τα "έχουμε σχέδιο" και "αλλάζουμε σελίδα"; Θυμάσαι ότι αυτός φώναξε "χρεωκοπούμε", μάζεψε από πάνω μας τα όρνια και τώρα μας καλεί σε συστράτευση;
Έχουμε χάσει ήδη, με την τρομερή στρατηγική του Πινόκιο, 13 δισ. μόνο σε τόκους, ενώ από το ΔΝΤ ζητιανεύει 10 με 15 δισ.
Του Σωτηρίου Καλαμίτση.
Για τη νομιμοποίηση παρανομιών με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις από όλο το πωλητικό φάσμα έχω βαρεθεί να γράφω.
Χθες, όμως, έπεσε το μάτι μου σε μία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που αποκαλύπτει ανάγλυφα ότι το πρόβλημα στην Παιδεία δεν εστιάζεται μόνον στις αλλεπάλληλες αλλαγές τού συστήματος διδασκαλίας και/ή εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κάθε 2-3 χρόνια - ακόμη και στα πλαίσια της ίδιας κυβέρνησης, απλώς επειδή αλλάζει ο υπουργός παιδείας - λες και δεν υπάρχουν εγκέφαλοι στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να εκπονήσουν ένα σχέδιο σταθερό για μία δεκαετία τουλάχιστον με τις ευλογίες όλων των κωμάτων.
Αγαπητέ Ιωσήφ,
Σου στέλλω ένα μικρό διήγημα μιας πραγματικής ναυτικής τραγωδίας, που συνέβη στις 10 Δεκεμβρίου 1942, μέσα στην γερμανική κατοχή. Ο καπετάνιος Γεώργιος ήταν αδελφός της μητέρας μου Μαρίας, τέκνα του καραβοκύρη καπετάν Μιχάλη Σάρδη (Μπουράμπης).
Η φωτογραφία είναι από το GOOGLE και δείχνει το "αυλάκι" όπου εξόκειλε και διαλύθηκε το ιστιοφόρο.
Του Μανώλη Χριστουλάκη.
Μαύρη, κατράμι η νύχτα, βουνό το κύμα. Ούρλιαζε ο σιρόκος ανάμεσα στα ξάρτια, τα στράλια και μαντάρια. Αστραπές, βροντές, χαλάζι, βροχή με το τουλούμι. Κεραυνοί αυλάκωναν και έσκιζαν τον ουρανό στα δύο. Χάση κόσμου!
Η μαΐστρα με σπασμένη την αντένα και κομμένο τον αγιουτάντη, κρεμασμένη, σαν ζωντανό με τσακισμένη τη σπονδυλική του, παράδερνε, δώθε - κείθε. Θλιβερό απομεινάρι ενός γίγαντα. Ξεφτισμένο κουρέλι ο φλόκος, ανέμιζε ανήμπορος στην ορμή του μανιασμένου αέρα.
Άγριο και χοντρό το κύμα, αφρίζοντας σαν δράκοντας του παραμυθιού, έμπαινε με ορμή από πρύμα, ξέπλενε ταμπούκια και κουβέρτα, σάρωνε στο διάβα του (πήρε και τη βάρκα από τους μπότσους) και ξεχυνότανε ασυγκράτητο σαν αφηνιασμένο άλογο, από πλώρα.
Το σκαρί αγκομαχούσε, έτριζαν οι σκαρμοί, τριζοβολούσαν οι αρμοί. Μόνο το τριγκέτο κρατά, αμπάσο μούδα, φουσκώνει και τεζάρει έτοιμο να σκιστεί στα δύο.
Στο αντιφέγγισμα μιας αστραπής φωτίστηκε για μια στιγμή, έρημη, χαμένη μέσα στο πηχτό σκοτάδι και το ανταριασμένο πέλαγος, όμοια με φάντασμα, η μπρατσέρα «Αγία Τριάς», ακολουθώντας το δρόμο της μοίρας της.