Του Ιατρού Μανώλη Αρ. Χριστουλάκη.
Ο καπτα Μήτσος, χωρίς περιστροφές, έβηξε λίγο για να καθαρίσει τη φωνή του, πήρε το λόγο κι άρχισε να διηγείται.
«Το που λες, κυρ Γιατρέ, με γνωρίζεις απ’ τον καιρό που, στο Δημοτικό, καθούμαστε στο ίδιο θρανίο. Στα δώδεκά μου, μπαρκάρισα, σα μούτσος με το καΐκι του μπάρμπα μου. Μα, πριν συμπληρώσω δύο μήνες, πλακώσανε τα μαύρα όρνια των Γερμανών, μας βουλιάξανε όλα τα πλεούμενα, ούτε βάρκα δεν άφησαν, μας κάτσανε στο σβέρκο, κατέστρεψαν την Ελλαδίτσα μας και μας ρίξανε σε μια πείνα, που μόνο όσοι τη ζήσαμε ξέρουμε τι σημαίνει. Ο κόσμος, άνθρωποι και ζωντανά, πέθαιναν, θερισμένοι από την πείνα. Η οικογένειά μου, ναυτικοί από πάππου προς πάππου, δεν είχανε ούτε μια πιθαμή γης. Ο πατέρας, ασυνήθιστος από στεριανές δουλειές, ξενοδούλευε σε αλλωνών τα χωράφια, δεν άντεξε και πόθανε. Τότες στην Κίμουλο ποθάνανε πενήντα νοματαίοι. Εγώ, 18 χρονώ μαντράχαλος, είχα μείνει 22 οκάδες! Σκέτος σκελετός!









