Θυμάται και αφηγείται ο Μανώλης Χριστουλάκης.
Αυγουστιάτικη βραδιά, ασέληνη, έτος 1948. Το σκοτάδι είχε τυλίξει μέσα στο μαύρο του χιτώνα όλη τη γύρω φύση. Μπροστά-πίσω, δεξιά-ζερβά, όσο πιάνει ανθρώπινο μάτι, ούτε για δείγμα ένα φωτάκι. Μόνο κάπου-κάπου κάποια κωλοφωτιά (πυγολαμπίδα) και πάνω ψηλά, στη σκοτεινή οροφή του ουρανού κρέμονται σαν φαναράκια τρεμουλιαστά τα άστρα. Κάτω, μπροστά μας η λίμνη, ήρεμη, ατσαλάκωτη, ακύμαντη λες και κοιμάται χωρίς να αναπνέει. Γύρω-τριγύρω απλωμένη νεκρική σιγή. Ούτε αγρίμι ακούγεται μηδέ και αυτός ο γρύλος. Μονάχα η ανάσα μας. Του Λάκη και η δική μου ακούγεται, που φυλάμε διπλοσκοπιά σ’ ένα ύψωμα πάνω από την Καστοριά. Η πολιτεία φαντάζει νεκρή. Όλοι έχουν κλειδαμπαρωθεί μόλις έπεσε ο ήλιος. Το φως είναι απαγορευμένο. Η Καστοριά είναι στο μάτι του κυκλώνα! Σκοτάδι και σιγή που σου πλακώνουν σαν ταφόπλακα την ψυχή. Το μόνο που αντιφεγγίζει στο βάθος του ορίζοντα, πέρα μακριά είναι η κορφή του Βίτσι.





